Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intimorìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [intimoˈrire]

1 πτοώ
2 τρομοκρατώ
3 τρομάζω
4 εκφοβίζω

intimorirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [intimoˈrirsi]

1 φοβάμαι
2 τρομοκρατούμαι
3 δειλιάζω
4 πτοούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intimo intingere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intimista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
intimistico (επίθ.)
intimità (θηλ.ουσ)
intimo (ουσ αρσ )
intimo (επίθ.)
intimorire (ρ. μτβ.)
intimorirsi (ρ.μ. (αντων.))
intingere (ρ. μτβ.)
intingolo (ουσ αρσ )
intirizzimento (ουσ αρσ )
intirizzire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intirizzirsi (ρ.μ. (αντων.))
intirizzito (επίθ.)
intisichire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intitolare (ρ. μτβ.)
intitolarsi (ρ.μ. (αντων.))
intitolazione (θηλ.ουσ)
intoccabile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
intollerabile (επίθ.)
intollerabilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---