Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ιταλοελληνικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό
intìngere
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά
I.P.A.
:
[inˈtinʤere]
1
εμβαπτίζω
2
βουτώ
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< intimorirsi
intingolo >>
Sfoglia il dizionario
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
intimità
(θηλ.ουσ)
intimo
(ουσ αρσ )
intimo
(επίθ.)
intimorire
(ρ. μτβ.)
intimorirsi
(ρ.μ. (αντων.))
intingere
(ρ. μτβ.)
intingolo
(ουσ αρσ )
intirizzimento
(ουσ αρσ )
intirizzire
(ρ. μτβ. και αμετβ.)
intirizzirsi
(ρ.μ. (αντων.))
intirizzito
(επίθ.)
intisichire
(ρ. μτβ. και αμετβ.)
intitolare
(ρ. μτβ.)
intitolarsi
(ρ.μ. (αντων.))
intitolazione
(θηλ.ουσ)
intoccabile
(αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
intollerabile
(επίθ.)
intollerabilità
(θηλ.ουσ)
intollerante
(αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
intolleranza
(θηλ.ουσ)
Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis