Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intimàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [intiˈmare]

1 κλητεύω
2 κηρύσσω
3 καλώ
4 παραγγέλλω κλήτευση κάποιου
5 αποδίδω σεβασμό σε ανώτερο
6 επιβάλλω
7 διατάσσω
8 εντέλλομαι
9 διατάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intimamente intimazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intiepidire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intiero, intiero (αρσ. επίθ και ουσ)
intignare (ρ.αμτβ.)
intignarsi (ρ. μ. αμτβ.)
intimamente (επίρ.)
intimare (ρ. μτβ.)
intimazione (θηλ.ουσ)
intimidatorio (επίθ.)
intimidazione (θηλ.ουσ)
intimidire (ρ.αμτβ.)
intimidire (ρ. μτβ.)
intimidirsi (ρ.μ. (αντων.))
intimidito (επίθ.)
intimismo (ουσ αρσ )
intimista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
intimistico (επίθ.)
intimità (θηλ.ουσ)
intimo (ουσ αρσ )
intimo (επίθ.)
intimorire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---