Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intiéro, intièro  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [inˈtjero], [inˈtjɛro]

ολόκληρος (χρησιμοποίησε καλύτερα το intero)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intiepidire intignare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intestazione (θηλ.ουσ)
intestinale (επίθ.)
intestino (ουσ αρσ )
intestino (επίθ.)
intiepidire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intiero, intiero (αρσ. επίθ και ουσ)
intignare (ρ.αμτβ.)
intignarsi (ρ. μ. αμτβ.)
intimamente (επίρ.)
intimare (ρ. μτβ.)
intimazione (θηλ.ουσ)
intimidatorio (επίθ.)
intimidazione (θηλ.ουσ)
intimidire (ρ.αμτβ.)
intimidire (ρ. μτβ.)
intimidirsi (ρ.μ. (αντων.))
intimidito (επίθ.)
intimismo (ουσ αρσ )
intimista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
intimistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---