Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intimazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [intimatˈtsjone]

1 εντολή γενικής ισχύος
2 αρχή γενικής ισχύος
3 επίσημη αναγγελία
4 κήρυξη (πολέμου)
5 κήρυξη
6 διακήρυξη
7 παραγγελία
8 εντολή
9 διαταγή
10 γνωστοποίηση
11 κλήτευση
12 προσταγή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intimare intimidatorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intiero, intiero (αρσ. επίθ και ουσ)
intignare (ρ.αμτβ.)
intignarsi (ρ. μ. αμτβ.)
intimamente (επίρ.)
intimare (ρ. μτβ.)
intimazione (θηλ.ουσ)
intimidatorio (επίθ.)
intimidazione (θηλ.ουσ)
intimidire (ρ.αμτβ.)
intimidire (ρ. μτβ.)
intimidirsi (ρ.μ. (αντων.))
intimidito (επίθ.)
intimismo (ουσ αρσ )
intimista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
intimistico (επίθ.)
intimità (θηλ.ουσ)
intimo (ουσ αρσ )
intimo (επίθ.)
intimorire (ρ. μτβ.)
intimorirsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---