intimazióne
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [intimatˈtsjone]
1 εντολή γενικής ισχύος
2 αρχή γενικής ισχύος
3 επίσημη αναγγελία
4 κήρυξη (πολέμου)
5 κήρυξη
6 διακήρυξη
7 παραγγελία
8 εντολή
9 διαταγή
10 γνωστοποίηση
11 κλήτευση
12 προσταγή
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [intimatˈtsjone]
1 εντολή γενικής ισχύος
2 αρχή γενικής ισχύος
3 επίσημη αναγγελία
4 κήρυξη (πολέμου)
5 κήρυξη
6 διακήρυξη
7 παραγγελία
8 εντολή
9 διαταγή
10 γνωστοποίηση
11 κλήτευση
12 προσταγή
permalink
intimazione (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android