Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intignàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [intiɲˈɲare]

1 έχω τριχόφυτο
2 είμαι σκουληκοφαγωμένος

intignàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [intiɲˈɲarsi]

1 έχω τριχόφυτο
2 είμαι σκουληκοφαγωμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intiero, intiero intimamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intestinale (επίθ.)
intestino (ουσ αρσ )
intestino (επίθ.)
intiepidire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intiero, intiero (αρσ. επίθ και ουσ)
intignare (ρ.αμτβ.)
intignarsi (ρ. μ. αμτβ.)
intimamente (επίρ.)
intimare (ρ. μτβ.)
intimazione (θηλ.ουσ)
intimidatorio (επίθ.)
intimidazione (θηλ.ουσ)
intimidire (ρ.αμτβ.)
intimidire (ρ. μτβ.)
intimidirsi (ρ.μ. (αντων.))
intimidito (επίθ.)
intimismo (ουσ αρσ )
intimista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
intimistico (επίθ.)
intimità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---