Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόintestàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [intesˈtato] ο χωρίς διαθήκη intestàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [intesˈtato] γραμμένος στο όνομα του... permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |