Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intestàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [intesˈtato]

ο χωρίς διαθήκη

intestàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [intesˈtato]

γραμμένος στο όνομα του...


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intestatario intestazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intestabile (επίθ.)
intestardirsi (ρ. μ. αμτβ.)
intestare (ρ. μτβ.)
intestarsi (ρ.μ. (αντων.))
intestatario (ουσ αρσ )
intestato (ουσ αρσ )
intestato (επίθ.)
intestazione (θηλ.ουσ)
intestinale (επίθ.)
intestino (ουσ αρσ )
intestino (επίθ.)
intiepidire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intiero, intiero (αρσ. επίθ και ουσ)
intignare (ρ.αμτβ.)
intignarsi (ρ. μ. αμτβ.)
intimamente (επίρ.)
intimare (ρ. μτβ.)
intimazione (θηλ.ουσ)
intimidatorio (επίθ.)
intimidazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---