Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


interzàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [interˈtsato]

1 που έχει κάνει τρίτη
2 τρίτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intervocalico interzonale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intervista (θηλ.ουσ)
intervistare (ρ. μτβ.)
intervistato (αρσ. επίθ και ουσ)
intervistatore (ουσ αρσ )
intervocalico (επίθ.)
interzato (αρσ. επίθ και ουσ)
interzonale (επίθ.)
intesa (θηλ.ουσ)
inteso (επίθ.)
intessere (ρ. μτβ.)
intessitura (θηλ.ουσ)
intessuto (επίθ.)
intestabile (επίθ.)
intestardirsi (ρ. μ. αμτβ.)
intestare (ρ. μτβ.)
intestarsi (ρ.μ. (αντων.))
intestatario (ουσ αρσ )
intestato (ουσ αρσ )
intestato (επίθ.)
intestazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---