Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intervistàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [intervisˈtato]

Συνεντευξιαζόμενος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intervistare intervistatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intervenuto (ουσ αρσ )
intervenuto (επίθ.)
intervertebrale (επίθ.)
intervista (θηλ.ουσ)
intervistare (ρ. μτβ.)
intervistato (αρσ. επίθ και ουσ)
intervistatore (ουσ αρσ )
intervocalico (επίθ.)
interzato (αρσ. επίθ και ουσ)
interzonale (επίθ.)
intesa (θηλ.ουσ)
inteso (επίθ.)
intessere (ρ. μτβ.)
intessitura (θηλ.ουσ)
intessuto (επίθ.)
intestabile (επίθ.)
intestardirsi (ρ. μ. αμτβ.)
intestare (ρ. μτβ.)
intestarsi (ρ.μ. (αντων.))
intestatario (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---