Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόintervenùto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [interveˈnuto] άνθρωπος παρών intervenùto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [interveˈnuto] 1 παρευρισκόμενος 2 παρών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |