Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intervenùto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [interveˈnuto]

άνθρωπος παρών

intervenùto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [interveˈnuto]

1 παρευρισκόμενος
2 παρών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intervento intervertebrale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

interventismo (ουσ αρσ )
interventista (ουσ αρσ και θηλ.)
interventista (επίθ.)
interventistico (επίθ.)
intervento (ουσ αρσ )
intervenuto (ουσ αρσ )
intervenuto (επίθ.)
intervertebrale (επίθ.)
intervista (θηλ.ουσ)
intervistare (ρ. μτβ.)
intervistato (αρσ. επίθ και ουσ)
intervistatore (ουσ αρσ )
intervocalico (επίθ.)
interzato (αρσ. επίθ και ουσ)
interzonale (επίθ.)
intesa (θηλ.ουσ)
inteso (επίθ.)
intessere (ρ. μτβ.)
intessitura (θηλ.ουσ)
intessuto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---