Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intéso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inˈteso]

1 καταληπτός
2 συμφωνημένος
3 εννοημένος
4 αντιληπτός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intesa intessere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intervistatore (ουσ αρσ )
intervocalico (επίθ.)
interzato (αρσ. επίθ και ουσ)
interzonale (επίθ.)
intesa (θηλ.ουσ)
inteso (επίθ.)
intessere (ρ. μτβ.)
intessitura (θηλ.ουσ)
intessuto (επίθ.)
intestabile (επίθ.)
intestardirsi (ρ. μ. αμτβ.)
intestare (ρ. μτβ.)
intestarsi (ρ.μ. (αντων.))
intestatario (ουσ αρσ )
intestato (ουσ αρσ )
intestato (επίθ.)
intestazione (θηλ.ουσ)
intestinale (επίθ.)
intestino (ουσ αρσ )
intestino (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---