Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intésa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inˈtesa]

1 συνεννόηση εγκάρδια
2 κατανόηση
3 συμφωνία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  interzonale inteso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intervistato (αρσ. επίθ και ουσ)
intervistatore (ουσ αρσ )
intervocalico (επίθ.)
interzato (αρσ. επίθ και ουσ)
interzonale (επίθ.)
intesa (θηλ.ουσ)
inteso (επίθ.)
intessere (ρ. μτβ.)
intessitura (θηλ.ουσ)
intessuto (επίθ.)
intestabile (επίθ.)
intestardirsi (ρ. μ. αμτβ.)
intestare (ρ. μτβ.)
intestarsi (ρ.μ. (αντων.))
intestatario (ουσ αρσ )
intestato (ουσ αρσ )
intestato (επίθ.)
intestazione (θηλ.ουσ)
intestinale (επίθ.)
intestino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---