Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόintésa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [inˈtesa] 1 συνεννόηση εγκάρδια 2 κατανόηση 3 συμφωνία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |