Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


interurbàno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [interurˈbano]

Υπεραστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  interurbana intervallare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

interstizio (ουσ αρσ )
intertempo (ουσ αρσ )
intertrigine (θηλ.ουσ)
intertropicale (επίθ.)
interurbana (θηλ.ουσ)
interurbano (επίθ.)
intervallare (ρ. μτβ.)
intervallato (επίθ.)
intervallo (ουσ αρσ )
intervenire (ρ.αμτβ.)
interventismo (ουσ αρσ )
interventista (ουσ αρσ και θηλ.)
interventista (επίθ.)
interventistico (επίθ.)
intervento (ουσ αρσ )
intervenuto (ουσ αρσ )
intervenuto (επίθ.)
intervertebrale (επίθ.)
intervista (θηλ.ουσ)
intervistare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---