Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intervàllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [interˈvallo]

το διάλειμμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intervallato intervenire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intertropicale (επίθ.)
interurbana (θηλ.ουσ)
interurbano (επίθ.)
intervallare (ρ. μτβ.)
intervallato (επίθ.)
intervallo (ουσ αρσ )
intervenire (ρ.αμτβ.)
interventismo (ουσ αρσ )
interventista (ουσ αρσ και θηλ.)
interventista (επίθ.)
interventistico (επίθ.)
intervento (ουσ αρσ )
intervenuto (ουσ αρσ )
intervenuto (επίθ.)
intervertebrale (επίθ.)
intervista (θηλ.ουσ)
intervistare (ρ. μτβ.)
intervistato (αρσ. επίθ και ουσ)
intervistatore (ουσ αρσ )
intervocalico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---