Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


interstiziàle  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [interstitˈtsjale]

1 ενδιάμεσος
2 διάμεσος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  interstellare interstizio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intersecazione (θηλ.ουσ)
intersezione (θηλ.ουσ)
intersiderale (επίθ.)
interspinoso (επίθ.)
interstellare (επίθ.)
interstiziale (αρσ. επίθ και ουσ)
interstizio (ουσ αρσ )
intertempo (ουσ αρσ )
intertrigine (θηλ.ουσ)
intertropicale (επίθ.)
interurbana (θηλ.ουσ)
interurbano (επίθ.)
intervallare (ρ. μτβ.)
intervallato (επίθ.)
intervallo (ουσ αρσ )
intervenire (ρ.αμτβ.)
interventismo (ουσ αρσ )
interventista (ουσ αρσ και θηλ.)
interventista (επίθ.)
interventistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---