Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόintersezióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [intersetˈtsjone] 1 σημείο συνένωσης 2 τόπος συνάντησης 3 ένωση 4 διασταύρωση 5 διατομή 6 ανταλλαγή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |