Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόintersecàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [interseˈkare] 1 τέμνω 2 διατέμνω 3 διασταυρώνω intersecarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [interseˈkarsi] Διασταυρώνομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |