Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intersecàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [interseˈkare]

1 τέμνω
2 διατέμνω
3 διασταυρώνω

intersecarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [interseˈkarsi]

Διασταυρώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intersecamento intersecazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

interruttore (ουσ αρσ )
interruzione (θηλ.ουσ)
interscambio (ουσ αρσ )
interscapolare (επίθ.)
intersecamento (ουσ αρσ )
intersecare (ρ. μτβ.)
intersecarsi (ρ.μ. (αντων.))
intersecazione (θηλ.ουσ)
intersezione (θηλ.ουσ)
intersiderale (επίθ.)
interspinoso (επίθ.)
interstellare (επίθ.)
interstiziale (αρσ. επίθ και ουσ)
interstizio (ουσ αρσ )
intertempo (ουσ αρσ )
intertrigine (θηλ.ουσ)
intertropicale (επίθ.)
interurbana (θηλ.ουσ)
interurbano (επίθ.)
intervallare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---