Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinterrogatìvo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [interrogaˈtivo] 1 άγνωστη ποσότητα 2 ανοιχτό ζήτημα 3 αμφιβολία 4 ανάκριση 5 εξέταση interrogatìvo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [interrogaˈtivo] 1 ερωτηματικός 2 εξεταστικός permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαpunto [αρσ.] interrogativo = το ερωτηματικό Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |