Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


interraménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [interraˈmento]

1 ταφή
2 ενταφιασμός
3 κάλυψη με χώμα
4 επιχωμάτωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  interpunzione interrare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

interpretazione (θηλ.ουσ)
interprete (ουσ αρσ )
interprovinciale (επίθ.)
interpungere (ρ. μτβ.)
interpunzione (θηλ.ουσ)
interramento (ουσ αρσ )
interrare (ρ. μτβ.)
interrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
interrato (ουσ αρσ )
interrato (επίθ.)
interrazziale (επίθ.)
interregionale (ουσ αρσ )
interregno (ουσ αρσ )
interrelazione (θηλ.ουσ)
interrimento (ουσ αρσ )
interrogante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
interrogare (ρ. μτβ.)
interrogativamente (επίρ.)
interrogativo (ουσ αρσ )
interrogativo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---