Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinterràto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [interˈrato] Υπόγειο interràto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [interˈrato] 1 καλυμμένος με εναπόθεση λάσπης 2 υπόγειος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |