Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intèrprete  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inˈtɛrprete]

1 ο/η διερμηνέας
2 teatro ο/η ηθοποιός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  interpretazione interprovinciale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

interpretare (ρ. μτβ.)
interpretariato (ουσ αρσ )
interpretativo (επίθ.)
interpretatore (αρσ. επίθ και ουσ)
interpretazione (θηλ.ουσ)
interprete (ουσ αρσ )
interprovinciale (επίθ.)
interpungere (ρ. μτβ.)
interpunzione (θηλ.ουσ)
interramento (ουσ αρσ )
interrare (ρ. μτβ.)
interrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
interrato (ουσ αρσ )
interrato (επίθ.)
interrazziale (επίθ.)
interregionale (ουσ αρσ )
interregno (ουσ αρσ )
interrelazione (θηλ.ουσ)
interrimento (ουσ αρσ )
interrogante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---