Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


interoceànico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [interoʧeˈaniko]

1 ο στο εσωτερικό ή στο μέσο των ωκεανών
2 ο μεταξύ των ωκεανών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intero interoculare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inter nos (επίρ.)
internucleare (επίθ.)
internunzio (ουσ αρσ )
intero (ουσ αρσ )
intero (επίθ.)
interoceanico (επίθ.)
interoculare (επίθ.)
interosseo (επίθ.)
interparietale (επίθ.)
interparlamentare (επίθ.)
interpartitico (επίθ.)
interpellante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
interpellanza (θηλ.ουσ)
interpellare (ρ. μτβ.)
interpersonale (επίθ.)
interplanetario (επίθ.)
interpolabile (επίθ.)
interpolamento (ουσ αρσ )
interpolare (ρ. μτβ.)
interpolatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---