Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόintéro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [inˈtero] ακέραιος αριθμός intéro επίθετο Προσφορά I.P.A.: [inˈtero] ακέραιος (-α, -ο), ολόκληρος (-η, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |