Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


internografàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [internograˈfato]

Αδιαφανής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  internodo inter nos  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

internista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
interno (ουσ αρσ )
interno (επίθ.)
internodio (ουσ αρσ )
internodo (ουσ αρσ )
internografato (επίθ.)
inter nos (επίρ.)
internucleare (επίθ.)
internunzio (ουσ αρσ )
intero (ουσ αρσ )
intero (επίθ.)
interoceanico (επίθ.)
interoculare (επίθ.)
interosseo (επίθ.)
interparietale (επίθ.)
interparlamentare (επίθ.)
interpartitico (επίθ.)
interpellante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
interpellanza (θηλ.ουσ)
interpellare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---