Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inter nos
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [,interˈnos]

1 εμπιστευτικά
2 μεταξύ μας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  internografato internucleare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

interno (ουσ αρσ )
interno (επίθ.)
internodio (ουσ αρσ )
internodo (ουσ αρσ )
internografato (επίθ.)
inter nos (επίρ.)
internucleare (επίθ.)
internunzio (ουσ αρσ )
intero (ουσ αρσ )
intero (επίθ.)
interoceanico (επίθ.)
interoculare (επίθ.)
interosseo (επίθ.)
interparietale (επίθ.)
interparlamentare (επίθ.)
interpartitico (επίθ.)
interpellante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
interpellanza (θηλ.ουσ)
interpellare (ρ. μτβ.)
interpersonale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---