Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


interpellànte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [interpelˈlante]

Επερωτών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  interpartitico interpellanza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

interoculare (επίθ.)
interosseo (επίθ.)
interparietale (επίθ.)
interparlamentare (επίθ.)
interpartitico (επίθ.)
interpellante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
interpellanza (θηλ.ουσ)
interpellare (ρ. μτβ.)
interpersonale (επίθ.)
interplanetario (επίθ.)
interpolabile (επίθ.)
interpolamento (ουσ αρσ )
interpolare (ρ. μτβ.)
interpolatore (αρσ. επίθ και ουσ)
interpolazione (θηλ.ουσ)
interponte (ουσ αρσ )
interporre (ρ. μτβ.)
interporsi (ρ.μ. (αντων.))
interposizione (θηλ.ουσ)
interpretabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---