Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


internazionalìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [internattsjonaˈlizmo]

Διεθνισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  internazionale internazionalista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

internarsi (ρ.μ. (αντων.))
internato (ουσ αρσ )
internato (επίθ.)
internazionale (θηλ.ουσ)
internazionale (επίθ.)
internazionalismo (ουσ αρσ )
internazionalista (ουσ αρσ και θηλ.)
internazionalista (επίθ.)
internazionalistico (επίθ.)
internazionalità (θηλ.ουσ)
internazionalizzare (ρ. μτβ.)
internazionalizzazione (θηλ.ουσ)
internet (θηλ.ουσ)
internista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
interno (ουσ αρσ )
interno (επίθ.)
internodio (ουσ αρσ )
internodo (ουσ αρσ )
internografato (επίθ.)
inter nos (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---