Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinternàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [interˈnato] 1 έγκλειστος σε στρατόπεδο συγκέντρωσης ή αλλού 2 εγκλεισμός 3 σχολείο οικοτροφείο internàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [interˈnato] Έγκλειστος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |