Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


internàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [interˈnato]

1 έγκλειστος σε στρατόπεδο συγκέντρωσης ή αλλού
2 εγκλεισμός
3 σχολείο οικοτροφείο

internàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [interˈnato]

Έγκλειστος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  internarsi internazionale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intermolecolare (επίθ.)
internamente (επίρ.)
internamento (ουσ αρσ )
internare (ρ. μτβ.)
internarsi (ρ.μ. (αντων.))
internato (ουσ αρσ )
internato (επίθ.)
internazionale (θηλ.ουσ)
internazionale (επίθ.)
internazionalismo (ουσ αρσ )
internazionalista (ουσ αρσ και θηλ.)
internazionalista (επίθ.)
internazionalistico (επίθ.)
internazionalità (θηλ.ουσ)
internazionalizzare (ρ. μτβ.)
internazionalizzazione (θηλ.ουσ)
internet (θηλ.ουσ)
internista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
interno (ουσ αρσ )
interno (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---