Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intermissióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [intermisˈsjone]

Διάλειμμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  interministeriale intermittente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intermedio (αρσ. επίθ και ουσ)
intermezzo (ουσ αρσ )
interminabile (επίθ.)
interminato (επίθ.)
interministeriale (επίθ.)
intermissione (θηλ.ουσ)
intermittente (επίθ.)
intermittenza (θηλ.ουσ)
intermodulazione (θηλ.ουσ)
intermolecolare (επίθ.)
internamente (επίρ.)
internamento (ουσ αρσ )
internare (ρ. μτβ.)
internarsi (ρ.μ. (αντων.))
internato (ουσ αρσ )
internato (επίθ.)
internazionale (θηλ.ουσ)
internazionale (επίθ.)
internazionalismo (ουσ αρσ )
internazionalista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---