Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinterèsse
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [inteˈrɛsse] 1 (curiosità) το ενδιαφέρον 2 (tornaconto) το συμφέρον 3 (in banca) ο τόκος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |