Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


interdétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [interˈdetto]

1 αργία
2 απαγόρευση

interdétto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [interˈdetto]

1 πτοημένος
2 ζαλισμένος
3 αποσβολωμένος
4 απαγορευμένος
5 στερημένος αστικών δικαιωμάτων
6 στερημένος πολιτικών δικαιωμάτων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intercostale interdigitale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

interconnettere (ρ. μτβ.)
intercontinentale (επίθ.)
intercorrente (επίθ.)
intercorrere (ρ.αμτβ.)
intercostale (επίθ.)
interdetto (ουσ αρσ )
interdetto (επίθ.)
interdigitale (επίθ.)
interdipendente (επίθ.)
interdipendenza (θηλ.ουσ)
interdire (ρ. μτβ.)
interdisciplinare (επίθ.)
interdizione (θηλ.ουσ)
interessamento (ουσ αρσ )
interessante (επίθ.)
interessare (ρ.αμτβ.)
interessare (ρ. μτβ.)
interessarsi (ρ.μ. (αντων.))
interessatamente (επίρ.)
interessato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---