ItalianoGreco


interclassìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [interklasˈsista]

υποστηρικτής της συνεργασίας μεταξύ των τάξεων

interclassìsta  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [interklasˈsista]

αναφερόμενος στη συνεργασία μεταξύ των τάξεων


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---