Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intercettatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [interʧettaˈtore]

1 αεροσκάφος ανάσχεσης
2 αναχαιτίζων

intercettatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [interʧettaˈtore]

Ανασχετικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intercettare intercettazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intercellulare (επίθ.)
intercessione (θηλ.ουσ)
intercessore (αρσ. επίθ και ουσ)
intercettamento (ουσ αρσ )
intercettare (ρ. μτβ.)
intercettatore (ουσ αρσ )
intercettatore (επίθ.)
intercettazione (θηλ.ουσ)
intercettore (ουσ αρσ )
intercezione (θηλ.ουσ)
interclassismo (ουσ αρσ )
interclassista (ουσ αρσ και θηλ.)
interclassista (επίθ.)
interclassistico (επίθ.)
intercolunnio (ουσ αρσ )
intercomunale (θηλ. επίθ και ουσ)
intercomunicante (αρσ. επίθ και ουσ)
intercomunicazione (θηλ.ουσ)
interconfessionale (επίθ.)
interconnessione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---