Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intercessióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [interʧesˈsjone]

1 παρεμβολή
2 μεσολάβηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intercellulare intercessore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intercambiabile (επίθ.)
intercambiabilità (θηλ.ουσ)
intercapedine (θηλ.ουσ)
intercedere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intercellulare (επίθ.)
intercessione (θηλ.ουσ)
intercessore (αρσ. επίθ και ουσ)
intercettamento (ουσ αρσ )
intercettare (ρ. μτβ.)
intercettatore (ουσ αρσ )
intercettatore (επίθ.)
intercettazione (θηλ.ουσ)
intercettore (ουσ αρσ )
intercezione (θηλ.ουσ)
interclassismo (ουσ αρσ )
interclassista (ουσ αρσ και θηλ.)
interclassista (επίθ.)
interclassistico (επίθ.)
intercolunnio (ουσ αρσ )
intercomunale (θηλ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---