Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinterblòcco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [interˈblɔkko] 1 μανδάλωση 2 αλληλοσύνδεση 3 εξάρτηση ενός από προηγούμενο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |