Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intènto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inˈtɛnto]

1 πρόθεση
2 σκοπός
3 στόχος
4 επιδίωξη
5 προαίρεση
6 αντικειμενικός στόχος
7 βλέψη

intènto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inˈtɛnto]

1 απασχολημένος
2 γεμάτος υπερένταση και προσήλωση
3 αφοσιωμένος
4 προσηλωμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intentato intenzionale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intensivamente (επίρ.)
intensivo (αρσ. επίθ και ουσ)
intenso (επίθ.)
intentabile (επίθ.)
intentato (επίθ.)
intento (ουσ αρσ )
intento (επίθ.)
intenzionale (επίθ.)
intenzionalità (θηλ.ουσ)
intenzionalmente (επίρ.)
intenzionato (επίθ.)
intenzione (θηλ.ουσ)
intepidire (ρ.αμτβ.)
intepidire (ρ. μτβ.)
intepidirsi (ρ.μ. (αντων.))
interagente (επίθ.)
interagire (ρ.αμτβ.)
interalleato (επίθ.)
interamente (επίρ.)
interasse (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---