Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόintènso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [inˈtɛnso] 1 (sentimento) έντονος (-η, -ο) 2 (calore) αποπνικτικός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |