Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intensità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [intensiˈta]

1 ένταση
2 δύναμη
3 υπερένταση
4 ισχύς
5 σφοδρότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intensificazione intensivamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intenerirsi (ρ.μ. (αντων.))
inteneritore (ουσ αρσ )
intensificare (ρ. μτβ.)
intensificarsi (ρ.μ. (αντων.))
intensificazione (θηλ.ουσ)
intensità (θηλ.ουσ)
intensivamente (επίρ.)
intensivo (αρσ. επίθ και ουσ)
intenso (επίθ.)
intentabile (επίθ.)
intentato (επίθ.)
intento (ουσ αρσ )
intento (επίθ.)
intenzionale (επίθ.)
intenzionalità (θηλ.ουσ)
intenzionalmente (επίρ.)
intenzionato (επίθ.)
intenzione (θηλ.ουσ)
intepidire (ρ.αμτβ.)
intepidire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---