ItalianoGreco


intenerìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inteneˈrire]

1 μαλακώνω
2 ακουμπώ τις τρυφερές χορδές (κάποιου)
3 κάνω κρέας τρυφερό
4 προκαλώ τρυφερότητα
5 συγκινώ

intenerirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inteneˈrirsi]

Συγκινούμαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---