Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intèndere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inˈtɛndere]

1 (capire, voler dire) εννοώ
2 (avere intenzione) σκοπεύω

intendersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inˈtɛndersi]

(capirsi) συνεννοούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intendenza intendimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intemperie (θηλ.ουσ)
intempestività (θηλ.ουσ)
intempestivo (επίθ.)
intendente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
intendenza (θηλ.ουσ)
intendere (ρ. μτβ.)
intendersi (ρ.μ. (αντων.))
intendimento (ουσ αρσ )
intenditore (ουσ αρσ )
intenerimento (ουσ αρσ )
intenerire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intenerirsi (ρ.μ. (αντων.))
inteneritore (ουσ αρσ )
intensificare (ρ. μτβ.)
intensificarsi (ρ.μ. (αντων.))
intensificazione (θηλ.ουσ)
intensità (θηλ.ουσ)
intensivamente (επίρ.)
intensivo (αρσ. επίθ και ουσ)
intenso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---