Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intempèrie  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [intemˈpɛrje]

1 κακοκαιρία
2 χειμωνιά
3 αντάρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intemperanza intempestività  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intelligibilità (θηλ.ουσ)
intemerata (θηλ.ουσ)
intemerato (επίθ.)
intemperante (επίθ.)
intemperanza (θηλ.ουσ)
intemperie (θηλ.ουσ)
intempestività (θηλ.ουσ)
intempestivo (επίθ.)
intendente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
intendenza (θηλ.ουσ)
intendere (ρ. μτβ.)
intendersi (ρ.μ. (αντων.))
intendimento (ουσ αρσ )
intenditore (ουσ αρσ )
intenerimento (ουσ αρσ )
intenerire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intenerirsi (ρ.μ. (αντων.))
inteneritore (ουσ αρσ )
intensificare (ρ. μτβ.)
intensificarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---