Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intemperànza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [intempeˈrantsa]

1 υπερβολή
2 ακράτεια
3 αλκοολισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intemperante intemperie  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intelligibile (αρσ. επίθ και ουσ)
intelligibilità (θηλ.ουσ)
intemerata (θηλ.ουσ)
intemerato (επίθ.)
intemperante (επίθ.)
intemperanza (θηλ.ουσ)
intemperie (θηλ.ουσ)
intempestività (θηλ.ουσ)
intempestivo (επίθ.)
intendente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
intendenza (θηλ.ουσ)
intendere (ρ. μτβ.)
intendersi (ρ.μ. (αντων.))
intendimento (ουσ αρσ )
intenditore (ουσ αρσ )
intenerimento (ουσ αρσ )
intenerire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intenerirsi (ρ.μ. (αντων.))
inteneritore (ουσ αρσ )
intensificare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---