Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόintemperànza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [intempeˈrantsa] 1 υπερβολή 2 ακράτεια 3 αλκοολισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |