Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intemeràto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [intemeˈrato]

1 άμωμος
2 άσπιλος
3 αβεβήλωτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intemerata intemperante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intelligenza (θηλ.ουσ)
intellighenzia (θηλ.ουσ)
intelligibile (αρσ. επίθ και ουσ)
intelligibilità (θηλ.ουσ)
intemerata (θηλ.ουσ)
intemerato (επίθ.)
intemperante (επίθ.)
intemperanza (θηλ.ουσ)
intemperie (θηλ.ουσ)
intempestività (θηλ.ουσ)
intempestivo (επίθ.)
intendente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
intendenza (θηλ.ουσ)
intendere (ρ. μτβ.)
intendersi (ρ.μ. (αντων.))
intendimento (ουσ αρσ )
intenditore (ουσ αρσ )
intenerimento (ουσ αρσ )
intenerire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intenerirsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---