Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόintelligènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [intelliˈʤɛntsa] 1 η διάνοια 2 (prontezza) η εξυπνάδα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |