Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intelligènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [intelliˈʤɛnte]

1 ευφυής (-ής, -ές)
2 (sveglio) έξυπνος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intellezione intelligenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intellettualità (θηλ.ουσ)
intellettualizzare (ρ. μτβ.)
intellettualoide (ουσ αρσ και θηλ.)
intellettualoide (επίθ.)
intellezione (θηλ.ουσ)
intelligente (επίθ.)
intelligenza (θηλ.ουσ)
intellighenzia (θηλ.ουσ)
intelligibile (αρσ. επίθ και ουσ)
intelligibilità (θηλ.ουσ)
intemerata (θηλ.ουσ)
intemerato (επίθ.)
intemperante (επίθ.)
intemperanza (θηλ.ουσ)
intemperie (θηλ.ουσ)
intempestività (θηλ.ουσ)
intempestivo (επίθ.)
intendente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
intendenza (θηλ.ουσ)
intendere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---