Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intentàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [intenˈtato]

μη επιχειρηθείς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intentabile intento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intensità (θηλ.ουσ)
intensivamente (επίρ.)
intensivo (αρσ. επίθ και ουσ)
intenso (επίθ.)
intentabile (επίθ.)
intentato (επίθ.)
intento (ουσ αρσ )
intento (επίθ.)
intenzionale (επίθ.)
intenzionalità (θηλ.ουσ)
intenzionalmente (επίρ.)
intenzionato (επίθ.)
intenzione (θηλ.ουσ)
intepidire (ρ.αμτβ.)
intepidire (ρ. μτβ.)
intepidirsi (ρ.μ. (αντων.))
interagente (επίθ.)
interagire (ρ.αμτβ.)
interalleato (επίθ.)
interamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---