Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intellettualìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [intellettuaˈlizmo]

1 νοησιαρχία
2 διανοουμενισμός
3 ιντελεκτουαλισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intellettuale intellettualista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intelare (ρ. μτβ.)
intellettivo (επίθ.)
intelletto (ουσ αρσ )
intellettuale (ουσ αρσ και θηλ.)
intellettuale (επίθ.)
intellettualismo (ουσ αρσ )
intellettualista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
intellettualistico (επίθ.)
intellettualità (θηλ.ουσ)
intellettualizzare (ρ. μτβ.)
intellettualoide (ουσ αρσ και θηλ.)
intellettualoide (επίθ.)
intellezione (θηλ.ουσ)
intelligente (επίθ.)
intelligenza (θηλ.ουσ)
intellighenzia (θηλ.ουσ)
intelligibile (αρσ. επίθ και ουσ)
intelligibilità (θηλ.ουσ)
intemerata (θηλ.ουσ)
intemerato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---