Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


integrità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [integriˈta]

1 τιμιότητα
2 ολότητα
3 χρηστότητα
4 εντιμότητα
5 πληρότητα
6 ακεραιότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  integrazionistico integro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

integrazione (θηλ.ουσ)
integrazionismo (ουσ αρσ )
integrazionista (ουσ αρσ και θηλ.)
integrazionista (επίθ.)
integrazionistico (επίθ.)
integrità (θηλ.ουσ)
integro (επίθ.)
integumento (ουσ αρσ )
intelaiare (ρ. μτβ.)
intelaiatura (θηλ.ουσ)
intelare (ρ. μτβ.)
intellettivo (επίθ.)
intelletto (ουσ αρσ )
intellettuale (ουσ αρσ και θηλ.)
intellettuale (επίθ.)
intellettualismo (ουσ αρσ )
intellettualista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
intellettualistico (επίθ.)
intellettualità (θηλ.ουσ)
intellettualizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---