Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


integrazionìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [integrattsjoˈnista]

οπαδός κίνησης φυλετικής ενσωμάτωσης

integrazionìsta  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [integrattsjoˈnista]

σχετικός με οπαδούς κίνησης φυλετικής ενσωμάτωσης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  integrazionismo integrazionistico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

integrato (επίθ.)
integratore (ουσ αρσ )
integratore (επίθ.)
integrazione (θηλ.ουσ)
integrazionismo (ουσ αρσ )
integrazionista (ουσ αρσ και θηλ.)
integrazionista (επίθ.)
integrazionistico (επίθ.)
integrità (θηλ.ουσ)
integro (επίθ.)
integumento (ουσ αρσ )
intelaiare (ρ. μτβ.)
intelaiatura (θηλ.ουσ)
intelare (ρ. μτβ.)
intellettivo (επίθ.)
intelletto (ουσ αρσ )
intellettuale (ουσ αρσ και θηλ.)
intellettuale (επίθ.)
intellettualismo (ουσ αρσ )
intellettualista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---