Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόintegratóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [integraˈtore] Ολοκληρωτής integratóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [integraˈtore] Ολοκληρωτικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |